υπομονητικός

υπομονητικός
-ή, -ό / ὑπομονητικός, -ή, -όν, ΝΑ, και υπομονετικός, Ν [ὑπομονή]
αυτός που έχει υπομονή, καρτερικός
νεοελλ.
1. ήρεμος, ψύχραιμος
2. (ιδίως σχετικά με προσβολές) ανεκτικός.
επίρρ...
υπομονητικώς / ὑπομονητικῶς ΝΑ, και υπομονητικά Ν
με εγκαρτέρηση, υπομονή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπομονητικός, -ή — και ιά, ό και υπομονετικός, ή και ιά, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει υπομονή, καρτερικός, αυτός που υπομένει: Το γαϊδούρι είναι υπομονητικό ζώο. 2. ανεκτικός: Είναι υπομονητικός· ό,τι και να του κάνουν, δε διαμαρτύρεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευτλήμων — εὐτλήμων και δωρ. τ. εὐτλάμων, ον (Α) υπομονητικός, καρτερικός, ανθεκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τλήμων «υπομονητικός, γενναιόψυχος»] …   Dictionary of Greek

  • Οδύσσεια — Επικό ποίημα του Ομήρου (βλ. λ.). Η Ο. είναι ένα επικό ποίημα χωρισμένο από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς σε 24 επίσης ραψωδίες, και ξεπερνά τους 12.000 εξάμετρους στίχους. Δέκα χρόνια μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου, ο Οδυσσεύς εξακολουθεί… …   Dictionary of Greek

  • άτλαντας — ο (Α ἄτλας και Ἄτλας, αντος) 1. ο μυθικός γίγαντας που βαστούσε τους στύλους του ουρανού 2. ονομασία ανδρικών αγαλμάτων που στήριζαν τον θριγκό οικοδομήματος 3. ο αυχενικός σπόνδυλος στον οποίο στηρίζεται το κεφάλι νεοελλ. 1. συλλογή χαρτών 2.… …   Dictionary of Greek

  • ανασχετικός — ή, ό (Α ἀνασχετικός, ή, όν) ο ικανός ή κατάλληλος να φέρει ανάσχεση, αναχαίτιση, σταμάτημα αρχ. αυτός που εγκαρτερεί, υπομονητικός …   Dictionary of Greek

  • ανεκτικός — ή, ό (Α ἀνεκτικός, ή, όν) [ανέχω] ο ικανός να ανέχεται, εκείνος που δείχνει ανοχή, υπομονητικός …   Dictionary of Greek

  • ανεξίκακος — η, ο (AM ἀνεξίκακος, ον) μη εκδικητικός, αμνησίκακος, μακρόθυμος, μεγάθυμος. αρχ. καρτερικός, υπομονητικός στους κόπους και στις κακοτυχίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεξι (< μέλλ. ανέξομαι του ανέχομαι) + κακός. ΠΑΡ. ανεξικακία, ανεξικακώ] …   Dictionary of Greek

  • βασταγερός — ή, ό [βασταγή] 1. όποιος δεν φθείρεται εύκολα, στερεός («βασταγερή σανίδα», «...κλωστή» κ.λπ.) 2. αυτός που έχει σωματική δύναμη και αντοχή 3. καρτερικός, υπομονητικός 4. (για τρόφιμα και ποτά) εκείνος που διατηρείται πολύ καιρό …   Dictionary of Greek

  • βασταχτερός — ή, ό [βασταχτός] 1. ανθεκτικός 2. υπομονητικός …   Dictionary of Greek

  • μακροψυχώ — μακροψυχῶ, έω (Α) [μακρόψυχος] έχω εγκαρτέρηση, υπομονή, είμαι υπομονητικός, καρτερικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”